- ἀλάλητα
- ἀλάλητοςunspeakableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλάλητος — η, ο 1. αυτός που δε λάλησε: Πάνω στο φράχτη στεκόταν αλάλητος ο πετεινός. 2. αυτός που δεν μπορεί να λαληθεί, να ειπωθεί: Του είπε λόγια αλάλητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)